ξεκοίλιασμα

ξεκοίλιασμα
τό
1) вспарывание живота; потрошение (скота, птицы); 2) убийство ножом в живот (человека); 3) обжорство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξεκοίλιασμα" в других словарях:

  • ξεκοίλιασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκοιλιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκοίλιασμα — το, ατος άνοιγμα της κοιλιάς ανθρώπου ή ζώου και έξοδος των εντοσθίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκσπλαγχνισμός — ο ιατρ. η εξαγωγή (αφαίρεση) τών σπλάγχνων εξαιτίας τραύματος ή κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις στην κοιλιά, κοιν. ξεκοίλιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»